WELCOME
Αρκαδικό τοπίο μου υγρό…
Γόνιμο χώμα που στερήθηκε το σπόρο
Μήτρα ανθρώπων και θεών που αιμορραγεί
Λεύτερο αίμα που πληρώνει ακόμα φόρο
Ελένη Παπαδοπούλου
Ηλιοβασιλέματα ... Print

…….«Ο Φωτοδότης θεός, η πηγή της ζωής, εκατομμύρια αιώνες διαγράφει την πορεία του στον χώρο και γύρω του παίρνουν ζωή όσοι καλοδέχονται το ευεργετικό του χαμόγελο. Στα μαθήματα ιχνογραφίας ο θεός αποτυπώνεται πάντα χαμογελαστός. Και πώς να μην είναι άλλωστε.

Στις υπερβόρειες χώρες υπάρχει το φως του μεσονυκτίου, το βόρειο Σέλας, που χαλιναγωγεί τα ανθρώπινα ένστικτα, κάπως τα κοροϊδεύει και τα έχει πάντοτε στην αναμονή για περισσότερο φώς.

Στο νότιο ημισφαίριο μια θαμπάδα που διαρκώς καίει τη γή και τους ανθρώπους, ανανεώνει συνεχώς την ελπίδα σε όλους εκείνους που θρέφει.

Στα μέρη μας, στη Μεσόγειο, τα πράγματα είναι περισσότερο άναρχα. Ο Αιώνιος θεός δίνει σε σωστές δόσεις τη δύναμη του, ο Πατέρας των πάντων αγαπά πολύ τα παιδιά του και τα φροντίζει με επιμέλεια. Και αυτά όμως, τον έκαναν θεό τους, του έστησαν ναούς, τον είπαν Ήλιο. Στη συνέχεια ήλθαν άλλοι θεοί, προσιτοί στον άνθρωπο που έψαχνε τα γιατί και παρατηρούσε τα πάντα.

Στα μέρη μας, ο Πάνας αξιώθηκε κι έγινε προστάτης στα Αρκαδικά βουνά. Εκεί στο Λύκαιο του πρωτο – έχτισαν ναό, όχι όμως για πολύ. Γρήγορα ο κατεργάρης Δίας, δυνατός όσο κανείς άλλος στην εποχή του, επέβαλε μια νέα  τάξη πραγμάτων κι έδωσε δουλειές στους άλλους θεούς, μοίρασε τις αρμοδιότητες. Κατέβασε και τον Πάνα από το Λύκαιο και έκανε το δικό του Τέμενος.»…….

Αυτά έλεγα στη Καλή μου που για πρώτη φορά αντίκριζε την κοιλάδα του Αλφειού, λουσμένη στο ανοιξιάτικο φώς του ηλιοβασιλέματος από το διάσελο της Αχτίχοβας – το αρχαίο Βουφάγιο όρος.

Εκεί στο «πέταλο» μετά τη Ζάτουνα για τη Μονή Φιλοσόφου και το φαράγγι του Λούσιου, το μάτι πάει μακριά, ίσαμε την Κεφαλλονιά και τον ελατοσκέπαστο Αίνο. Ομορφιά.

Την εντυπωσίασε στα νότια ο όγκος του Λυκαίου, ο Αλφειός που «φίδωνε» από περάσματα δύσκολα, η θάλασσα που χρύσιζε από το κόκκινο του Φωτοδότη που έφευγε δυτικότερα να δώσει την ανάσα του. Οι ήχοι από την απόλυτη ησυχία έδιναν εικόνα απόκοσμη, γοητευτική. Μαγεμένη – και πώς να μην είναι άλλωστε, με κοίταξε. Τα μάτια της πράσινα, είχαν όμως τώρα και το βαθύ κόκκινο του ήλιου, μια λάμψη αρχέγονη που καθρεφτιζόταν στη ματιά της. Δεν μιλούσε, με έπιασε από το χέρι και καθίσαμε στη ξερολιθιά που βρήκαμε μπροστά μας.

Ο ήλιος τρύπωσε στον ορίζοντα και άφησε πίσω του το γκριζοπράσινο φώς, σημάδι ότι η μέρα έφευγε. Το λυκόφως απλωμένο παντού, έφτασε και στην ξερολιθιά που καθόμασταν ώρα αμίλητοι. Σηκωθήκαμε, τα μάτια της πράσινα σαν την άνοιξη, μοσχοβολούσαν σαν το σπάρτο που είναι έτοιμο να ανθίσει.

Τη θέση της ξερολιθιάς, πήρε αργότερα η βεράντα στο σπίτι στο χωριό. Σε μια γωνιά καθισμένη και η «Ήρα» άκουγε μαζί μας το αηδονολάλημα. Κοίταξα πίσω προς το αλώνι, εκεί που πολλές φορές τα βράδια έβλεπα τις νεράιδες να στήνουν χορό. Δεν είδα τίποτα. Η νεράιδα ήταν στη βεράντα.   

Α.Κ.Β
18/04/2006   

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.